Μνημόνιο ή «δραχμή»; Ένα δίλημμα που μπήκε στη ζωή του έλληνα από τις πρώτες μέρες της δανειακής σύμβασης και επανέρχεται συχνά πυκνά από τότε. Κυρίως κάθε φορά που τίθενται επί τάπητος νέα μέτρα για να εκταμιευτεί άλλη μία δόση δανείου.
Βασικός στόχος του μνημονίου ήταν και παραμένει μια «εσωτερική υποτίμηση», όπως ονομάστηκε. Σε αυτόν τον άξονα απαιτήθηκαν εξ αρχής μειώσεις μισθών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Στον δεύτερο οι εργοδότες εναντιώθηκαν επίσημα, ανεπίσημα όμως όλοι γνωρίζουμε ένα χρόνο μετά πως στον ιδιωτικό τομέα οι μισθοί έχουν ελαττωθεί. Στον δημόσιο τομέα πάλι τα πράγματα ήταν πιο απλά, η απαίτηση για εξυγίανση των δημοσιονομικών επωφελούταν από μια μισθολογική μείωση οπότε απ’ όποια πλευρά και αν το έβλεπε κανείς η απαίτηση της τρόικας φάνταζε απόλυτα λογική. Έτσι λοιπόν, μέσα σε αυτό το χρόνο υπήρξε μια μείωση των μισθών της τάξης του 10 με 20% ας πούμε 15% για υπόθεση εργασίας. Αυτό πολύ απλά σημαίνει πως η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων και αυτοαπασχολούμενων, μιας και οι δεύτεροι εξαρτώνται άμεσα από τους πρώτους, ελαττώθηκε οριζόντια και κατά 15% στο σύνολο των προϊόντων, ντόπιων και εισαγωγής.
Ταυτόχρονα, με βάση τις απαιτήσεις του μνημονίου για εκμηδενισμό των ελλειμμάτων, η φορολογία αυξήθηκε κατακόρυφα. Αυτό έχει φυσικά ως αποτέλεσμα την περεταίρω ελάττωση της αγοραστικής ικανότητας. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι συνολικά η αγοραστική δύναμη ελαττώθηκε κατά 20%. Τα νέα μέτρα που εξαγγέλλονται υπολογίζονται σε απώλεια ενός μισθού, δηλαδή συζητείται περίπου επιπλέον 10% υποβάθμιση της αγοραστικής ικανότητας, ενώ οι νέοι φόροι σίγουρα δεν θα βελτιώσουν την εικόνα. Να κάνουμε λοιπόν την υπόθεση εργασίας πως μέχρι το τέλος του 2011, σταδιακά, από την ημερομηνία σύναψης του μνημονίου, η αγοραστική ικανότητα των εργαζομένων θα έχει ελαττωθεί κατά 35%, οριζόντια και στο σύνολο των προϊόντων; Και όλα αυτά με στόχο να ελαττωθούν σιγά σιγά οι τιμές, πράγμα που δεν έχει γίνει ουσιαστικά μέχρι σήμερα, μιας και ούτε οι επιχειρήσεις θέλουν να ελαττώσουν τα κέρδη τους, προτιμούν να τα αυξήσουν άλλωστε μέσω των μειώσεων των μισθών, ούτε η συνεχής αύξηση της φορολογίας επιτρέπει τις μειώσεις αυτές.
Αν τώρα, εκεί κάπου στις απαρχές του 2010, είχε φύγει η Ελλάδα από το ευρώ και είχε υιοθετήσει ανεξάρτητη νομισματική μονάδα, την οποία εντελώς συναισθηματικά την είχε ονομάσει δραχμή, και εν συνεχεία την είχε υποτιμήσει κατά 35% σε σχέση με το ευρώ, τότε η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων θα είχε ελαττωθεί κατά 35% σε σχέση με τα εισαγόμενα προϊόντα, αλλά θα είχε παραμείνει σχεδόν η ίδια για τα ελληνικά προϊόντα. Βέβαια, λόγω των εισαγωγών πρώτων υλών και καυσίμων μια αύξηση τιμής θα υπήρχε και στα ελληνικά προϊόντα, αλλά σίγουρα δεν θα έφτανε το 35%. Ταυτόχρονα, η υποτίμηση του νομίσματος θα δημιουργούσε συνθήκες ανάπτυξης της παραγωγής, θα ενίσχυε τις εξαγωγές και τον τουρισμό και θα «κινούσε την οικονομία» σχεδόν άμεσα. Με λίγα λόγια, θα πετύχαινε με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα να φέρει το σοκ που έφερε το μνημόνιο στους έλληνες, αλλά και τους αναπτυξιακούς στόχους που φέρεται να έχει το μνημόνιο.
Είναι δεδομένο πως η Ελλάδα θα έπρεπε να πάψει να έχει ελλειμματικούς προϋπολογισμούς. Είναι δεδομένο επιπλέον πως ο δημόσιος τομέας της χρειαζόταν και χρειάζεται ακόμα εξυγίανση. Μέχρι στιγμής φυσικά αυτοί οι στόχοι δεν έχουν επιτευχθεί λόγω του μνημονίου και το σίγουρο είναι πως «επιδιώκεται να επιτευχθούν» μέσα από την παρωπιδική θεώρηση της οικονομίας του σήμερα που απλά απαιτεί γιγάντωση του ιδιωτικού τομέα και ελαχιστοποίηση του δημοσίου, χωρίς αυτό να είναι η μοναδική λύση, αλλά ούτε και η εγγυημένη λύση· είναι απλά η επιθυμητή λύση κατά τη συγκεκριμένη ιδεολογία η οποία έχει φροντίσει χρόνια τώρα, με τις ενέργειές της, να απαξιώσει το δημόσιο τομέα και στα λόγια αλλά και στην πράξη και να μπολιάσει τη σκέψη μας με απόλυτο, θεοκρατικό σεβασμό, προς τον ιδιωτικό τομέα. Αλλά αυτά δεν είναι του παρόντος.
Σίγουρα η «δραχμή» δεν είναι η επιθυμητή εξέλιξη, όπως και το μνημόνιο φυσικά, εκ του αποτελέσματος, δεν ήταν και δεν είναι επιθυμητό. Το σίγουρο όμως είναι πως το δίλημμα «μνημόνιο ή δραχμή» είναι εικονικό. Το μνημόνιο έχει, τουλάχιστον για τους εργαζομένους, τις ίδιες, ή ακόμα και χειρότερες επιπτώσεις από αυτές που θα είχε η μετάβαση στη «δραχμή», αφού έχει οδηγήσει στην ανεργία χιλιάδες και έχει στραγγαλίσει οριζόντια την αγοραστική δύναμη, με αποτέλεσμα οι χαμηλόμισθοι να επιβιώνουν οριακά και με δανεικά. Οπότε λοιπόν το ερώτημα είναι: ποιος επωφελείται τελικά από το μνημόνιο, αφού ο μέσος Έλλην πολίτης στην πράξη δεν ωφελείται, παρότι έτσι διαφημίζεται;
Βρισκόμαστε σίγουρα σε μια εποχή όπου οι πολιτικοί της Ευρώπης στέκονται πολύ κοντοί για τις περιστάσεις. Μαθημένοι και προσκολλημένοι στο ισχύον σύστημα, ανίκανοι να δουν πέρα από την μύτη τους και να διακρίνουν κάτι διαφορετικό από τα τρέχοντα διαχειριστικά σχήματα, προσπαθούν να σώσουν το χρηματοοικονομικό σύστημα διαχειριζόμενοι κοντόφθαλμα το παρόν και αδυνατώντας να πάρουν πραγματικές πολιτικές αποφάσεις προς όφελος των πολιτών τους. Οδηγούν έτσι μεγάλες μάζες πληθυσμών στο μαρασμό, όπως ακριβώς διατηρούν τον «τρίτο κόσμο» σε χαμηλό βιοτικό επίπεδο, ανεξαρτήτως αν οι πόροι αρκούν για να συντηρήσουν την ανθρωπότητα, μόνο και μόνο για να μην αντικατασταθεί το ισχύον σύστημα κατανομής πλούτου.
Μήπως τελικά το μνημόνιο δεν είχε στόχο να σώσει τους Έλληνες, αλλά τους τραπεζίτες και τους χρηματιστές του παγκόσμιου καζίνο; Μήπως δεν αφορούσε στην πράξη στην Ελλάδα αλλά στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο ταρακουνημένο από την κρίση της αμερικανικής οικονομίας δεν ήθελε να φάει άλλη μια κατραπακιά και να κινδυνέψει να χάσει την αίγλη του, εισάγοντας το σαράκι της αμφιβολίας και μιας παγκόσμιας επιθυμίας για αλλαγή;