Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

Με φόντο την ακρόπολη

Η μέρα ξεκίνησε μουντή και η βροχή δεν άργησε να έρθει. Βροχή… Ψιχάλα. Τίποτε το σπουδαίο. Η κίνηση με τον υπόγειο δεν επηρεάστηκε καθόλου όπως και νά ‘χει. Δίπλα, μάνα – κόρη συζητάνε. Όχι ότι μοιάζουν, αλλά, αν εξαιρέσεις μια ελαφριά απόκλιση στην απόχρωση, τα παπούτσια τους είναι ίδια. Ολόιδια! Μοιάζουν αφάνταστα στο γούστο μάλλον!
Τώρα, πώς και πρόσεξες εσύ παπούτσια, που ποτέ σου δεν έχεις προσέξει, και αναρωτιέσαι πώς γίνεται να λένε οι γυναίκες ότι σχολιάζονται από το πατούμενο, ένας θεός ξέρει. Μάλλον δεν είναι τα παπούτσια που πρόσεξες, αλλά απλά το μάτι σου τράβηξε η ομοιότητα…
Εν τέλει έφτασες στη συνάντηση μία ολόκληρη ώρα νωρίτερα. Πενήντα λεπτά για την ακρίβεια. Υπολόγιζες να φτάσεις μόνο δέκα πιο νωρίς. Ευτυχώς, αντί του τυπικού, έγινε και η συνάντηση πιο νωρίς. Πάλι καλά που πήγες απευθείας αντί να χαζολογήσεις στην πεζόδρομο κάτω απ’ την ακρόπολη.
Εκεί, στο σταθμό του υπόγειου, δεσπόζει μια γιγαντοαφίσα της Μελίνας να κρατά ένα μπουκέτο και να χαιρετά, με φόντο τον Παρθενώνα. Όμορφη αφίσα, από κάθε άποψη. Δημιουργεί και μια ευχάριστη αίσθηση βαθιά μέσα σου, όχι στα μάτια… Μια αίσθηση που κανένας από τους σύγχρονους πολιτικούς δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει. Γι' αυτό ίσως και δεν θα βγάλουν αφίσες φέτος, σέβονται την αποστροφή του κόσμου στην όψη τους!
Επιστροφή, και τώρα, με τη βροχή και την υγρασία, άντε να ανέβεις όλη την ανηφόρα. Μούσκεμα το πουκάμισο, όχι από τη βροχή – ψιχάλα είπαμε, πού να μούσκευε το πουκάμισο! Από τον ιδρώτα. Με τόση υγρασία, ακόμα και η υποψία ιδρώτα αδύνατο να εξατμιστεί. Κόλλησαν τα ρούχα επάνω σου.
Λιμνούλες με κίτρινο αφρό στις άκρες των δρόμων. Οι σταγόνες ξεπλένουν τη γύρη που έχει επικαθήσει παντού. Η ατμόσφαιρα πάνω από την πόλη, όπως τη βλέπεις τώρα ολόκληρη, «αφ’ υψηλού», βαριά˙ καταχνιά καλύπτει ακόμα και τον ιερό βράχο. Δεν είν’ παράξενη τελικά η αίσθηση βάρους στα μάτια και στο κεφάλι τις τελευταίες δυο μέρες. Ο συνδυασμός της άπνοιας, της υγρασίας και της γύρης καταλυτικός.
Και τώρα βγήκε σιγά σιγά, δειλά δειλά ο ήλιος. Λες και είχε κρυφτεί μόνο και μόνο γιατί κυκλοφορούσες εσύ. Καλύτερα βέβαια, ομπρέλα δεν είχες πάρει νωρίτερα, παρότι στο είπανε: «πάρε ομπρέλα, μπορεί να βρέξει». Ε, δεν έβρεξε, ψιχάλισε! Τώρα λοιπόν μάλλον δεν θα ξαναψιχαλίσει, να μην πάρεις ομπρέλα και για τη μεσημεριανή σου μετακίνηση. Εκτός και αν με το που θα βγεις αποφασίσει και πάλι να σου χαλάσει τη διαδρομή!
Στο φόντο, ο απόηχος μιας πιστολιάς και βαβούρα
από την εκμετάλλευση για δημόσια προβολή.
Βούτυρο στο ψωμί τους…

3 σχόλια:

  1. Πολύ μελαγχολικό και καθημερινό. Δυστυχώς, εμένα με συνεπήρε ο οργή γιατί τούτος ο -ηχηρός- χαμός στάθηκε δίπλα στον πόνο της Ζακυνθινής γριάς που αυτοπυρπολήθηκε κρυφά και ήρθε να αναταμώσει στη σκέψη μου τον οπλισμένο άνεργο της Κομοτηνής. Κάπου στο δρόμο βρέθηκαν και τα άλλα θύματα του πολέμου, που αυτοκτόνησαν πριν τους εκτελέσουν με λιμοκτονία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. O ήλιος, είναι πάντα εκεί. Το πως τον βλέπουμε αλλάζει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ο ανθρώπινος πόνος, όποια μορφή κι αν πάρει, πάντα "πουλά".

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Για πες...