Darthiir was always fascinated by the Art. He was fascinated by the wizards casting spells during festivals. He loved the way they manipulated force and matter with the mere power of mind. Soon he decided to join the cast and eventually he became one of them. His mentors foresaw that he would excel among their society. He possessed a fine and cunning mind, combined with the innate wood-elven dexterity and the drowish magical heritage.
There was also an aura of mystery around him. The eldest could see but not understate. His blood was blessed by Eilistraee’s will. No diviner could penetrate the pretension of the goddess, so none could foresee his future. His path was dark and vague.
While reaching manhood, Darthiir was already considered not an apprentice but a wizard of significant power. He was bounded by the laws of both the above- and the underworld so he could master both worlds. He liked the direct sunlight as much as the moonlight and grabed any chance to travel to surface cities. Then he decided. He would take a long voyage across the aboveworld in search for the one that nourished him. She was but a dream in his mind, but he’d like to show her the elf he has become.
The journey began. Nearby towns were familiar with the followers of the Moonqueen and his company was well accepted in a caravan traveling north; after all a potent drow wizard’s company assured safe passage. Alas it took him not long to perceive that above dwellers were not accustomed in the presence of such a creature. In the sunlight he could not be mistaken, but discomfort was obvious; in the moonlight fear seized anyone laying eyes upon him. Still, while in the company of merchants he was safe.
For three weeks they journeyed, village after village, until he saw his long lost home. Mistldale was ahead. The city, then the outskirts of the great forest! Cormanthor. The ancient forest, shiny but mysterious, nesting the ruins of Myth Drannor and the heart of the elven empire, the council of the seven – rulers of the elves. Long lost memories. A kid playing in the forest. A tender and concerned mother hugging him. Clamors of a society. Reaching the city the caravan's journey came to an end. He was on his own now. He wandered the streets like a child, he have never been in a big city before. People were staring at him wondering what curse befell him, fearing for the worst. Kids where laughing, teasing him, but fearing to come close.
He hesitated. They were kids. They’d like to play! He concentrated for a moment and whispered the words, gesturing and shaping the magical forces. Bright colored spheres of light started dancing around him. He moved them and sent them to the children, watching the show without fear. One for each one of them, dancing around, following the tune of the bard’s song, sang in the nearby tavern. They were happy. He was happy. He somehow felt accepted, though he caught the suspicious glances from the elders. Song was over, so was the show. He smiled at the children and headed to the tavern for a decent meal and a jar of elven wine. He needed a good night’s rest before searching for his village.
According to the elders, on Midwinder day of the year of the Serpent the westernmost villages were plundered by the dark folk. There she should be. But would the village be the same after a hundred and thirty years? If it still did exist. He never knew if it was burned to dust and if the survivors rebuilt it or traveled elsewhere. Next morning he would travel to the western villages, near the outskirts of Cormanthor. He realised he would never find his mother, why did he come here anyway? It did not matter. He would find out sooner or later.
During his dinner a tall skinny figure approached him. He was not in the mood for conversation so he did not greet the stranger. But the figure stood beside him for a while, then greeted him in a polite manner. “Greetings Darthiir, I am constable Sheef”. He could not reject this guest. He offered a seat and ordered a second jar of elven wine. Soon he found out that he raised the attention of the authorities and Mayor Standon has asked for his presence in the townhall next morning. So there may have been a plot after all, one that he was not aware of.
He woke up early in the morning wondering why he was summoned by the mayor of Mistldale. He hasted to the townhall where he learned the urgent news. The rulers of the elves demand his presence in front of the Council of Seven. An otherwise great honour, but possibly an imminent danger for him. Two white rangers were sent to escort him in the heart of the elven dominion.
Και μετά, και μετά;;
ΑπάντησηΔιαγραφήOXI!
ΑπάντησηΔιαγραφήΆν θες αγάπη τράβα στην ΤΙΜ.....
Δέσποινα θα πρέπει να περιμένεις να βγεί στις αίθουσες το vol3 ....
sorry darthiir,
ΑπάντησηΔιαγραφήείναι πολύ πρωί για μετάφραση για μένα και μετά την τρίτη παράγραφο άρχισα να χάνω λέξεις και να κοιτάζω όλο και πιο συχνά έξω απο το παράθυρό μου...
είπαμε, αφού πιούμε και τον δεύτερο καφέ αρχίζουμε να λειτουργούμε πλήρως.
τουλάχιστον εγώ που δεν σπούδασα στας ευρώπας να μιλάω τα αγγλικά ως δεύτερη μητρική, και έμεινα στο επίπεδο lower (τι σχήμα οξύμωρο κιαυτό), δυσκολεύτικα....
πάντως την απάντηση της σκορπίνας τη διάβασα ευκολότατα, και....χαχαχαχα!
Αυτά!
ίσως κάποτε καταφέρω να μάθω και γω πως κατάντησες ένας φτωχός και μόνος καουμπόι...εεεε... καμηλιέρης! (που λεει ο λόγος)
;)
...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤώρα αν σου πώ ότι και εγώ lower με C έχω μόνο τί θα πείς;
Αλλά ναι, στας Ευρώπας σπούδαξα... Νομίζω ότι η Θεσσαλονίκη εκεί ανήκει... ναι ΟΚ το τσέκαρα. Εκεί ανήκει!
στας άλλας Ευρώπας...τας υπόλοιπας!
ΑπάντησηΔιαγραφή(πω πω τι λέω πρωινιατικα...)
τότε τί να σου πω, φαίνεται οτι εγώ καίω κάρβουνο το πρωί και συ diesel...
anyway,
ήταν too much το αγγλικό παραμύθι πουρνό-πουρνό για το φτωχό μου το μυαλό...
εγώ άντε για καμμιά κοκκινοσκουφίτσα, άντε στο τσακίρ κέφι και κανα λύκο με 7 κατσικάκια είμαι το πρωί.
με το μαλακό, με το easy που θαλεγες και συ...
Έλα ρε.. από τώρα η κοκκινοσκουφίτσα; Κάπου στο vol 3437 και 8/12 σκέφτομαι να την εμφανίσω :p
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι εγώ Lower έχω!!! Και εγώ έχω σπουδάσει στας ΰρώπας (Πειραιά!!!)
ΑπάντησηΔιαγραφήTo δικό μου το "Goldie" βγήκε από την συνονόματη φιλενάδα του Σκρούντζ (τον θείο του Ντόναλντ).
τουλάχιστον τότε που θα φτάσουμε στο vol 3437 και 8/12, θα τα γράψεις στα ελληνικά ή να πάρω μαζί μου και το λεξικό????
ΑπάντησηΔιαγραφή:P
Μέχρι τότε θα έχεις μάθει αγγλικά βρε κουτό...
ΑπάντησηΔιαγραφήοχι ρε συ....
ΑπάντησηΔιαγραφήακρίβυνε η βενζίνη, το πετρέλαιο προ των πυλών θα εκτινάξει τον προυπολογισμό μας στα ύψη, οι φθηνές οπώρες είναι πολύ ακριβές πια, και τώρα.... αυτό????
να κάνω ΚΑΙ φροντηστήριο για να διαβάζω το μπλόγκ σου????
ΕΛΕΟΣΣΣΣΣΣ!!!!!!!!!!!
Βρε κουτό, με τόσα επισόδεια που θα έχεις διαβάσει, θα έχει μάθει απο μόνη σου. Αλλά έτσι είναι. Και σε βοηθάω, και μου τα χώνεις....
ΑπάντησηΔιαγραφήκαθήκον μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήόλα κιόλα...
έκαστος στο είδος του, κι ο Λουμίδης στους καφέδες....
(είδες συνδυαστική μέθοδος σε όλα τα πόστ σου μαζί?);)
Εσένα βέβαια, γιατί σε αφήσανε πάλι λυτή δεν ξέρω......
ΑπάντησηΔιαγραφήOXI
ΑπάντησηΔιαγραφήάσε μας ρε darthiir που θα καθήσω να διαβάσω όλο αυτό το κατεβατό! :P
ΑπάντησηΔιαγραφή...πλλλάκα με κάνεις? :D :D :D
έτσι neyaki σωστά το διατύπωσες ΣΑΛΛΛΟΝΙΚΙΩΤΙΚΑ!
ΑπάντησηΔιαγραφήπλλλάκα ΜΕ κάνεις;
ΜΠΡΑΒΟ,ΜΠΡΑΒΟ!!!
!!!Τι λες τωρα...Υπο πιο χαλαρες σηνθηκες θα λεγα:βαλτος εισαι?Τωρα λεω απλα υπεροχο
ΑπάντησηΔιαγραφήPpassarella: ΟΧΙ εις τον κύβον.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝένυα μου δεν σε κάνω πλλάκα γιαβρίμ'. Διάβασε και τα 2 volls και μετά με λλες....
(το πλλάκα, Σαλλλoνικιώτικα, γράφεται με 2 λ, Λλλαρισσαικά γράφεται με 3, να το προσέξεις....)
ducktales: thanx
ΟΥΦ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΓλύτωσα....