Ξεκίνησα με βασική έρευνα. Η έρευνα αυτή απαιτούσε αντιδραστήρια και σύμφωνα με την εκτίμηση του ΤΕΕ αντιμετώπιζε μηχανισμούς αντιδράσεων και ανάπτυξη μεθόδων που ενδεχομένως θα οδηγούσε στην παρασκευή φαρμάκων με ελαττωμένο κόστος, αφού θα αύξανε την απόδοση της αντίδρασης από 20 σε 85%. Αποκλειστικός χρηματοδότης το Ελληνικό Δημόσιο. Σε περίπτωση που η έρευνα συνεχισθεί, αναπτυχθεί και υιοθετηθεί, τα οφέλη για την κοινωνία
(φθηνότερα φάρμακα) αλλά και για την φαρμακοβιομηχανία
(ελαττωμένο κόστος παραγωγής) θα είναι σημαντικά. Κανείς όμως δεν ενδιαφέρθηκε για την συνέχεια. Οι πόρτες των φαρμακοβιομηχάνων κλειστές. Σιγά μην ασχοληθούν αυτοί με την βασική έρευνα. Το εργαστήριο συνεχίζει όσο μπορεί την ανάπτυξη παρόμοιων μεθόδων με την πενιχρή χρηματοδότηση του δημοσίου. Το ενδιαφέρον των εταιρειών μηδενικό. Ο σχεδιασμός πλέον κοντόφθαλμος απ’ όσο μαθαίνω. Δεν ξέρουν αν αύριο θα έχουν αντιδραστήρια, τι να σχεδιάσουν ακριβώς; Άσε που πλέον για την ανάπτυξη πρέπει να περάσουν και σε ημι-πιλοτικό στάδιο. Χωρίς χρήματα δεν γίνεται. Η βιομηχανία δεν τους δίνει, η χρηματοδότηση από το κράτος φτάνει δεν φτάνει για έναν ζυγό και τα αντιδραστήρια των φοιτητών, πώς να περάσουν σε πιλοτική κλίμακα;
Στην συνέχεια μεταπήδησα σε εντελώς βιομηχανικό κλάδο. Χρηματοδότης κατά ένα μικρό ποσοστό η ευρωπαϊκή ένωση και κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τρείς βιομηχανικοί κολοσσοί και 3 μικρότερες εταιρείες της Ευρώπης. Επενδύθηκε γύρω στα 1,3 εκατομμύρια ευρά
(σημερινά χρήματα) μόνο και μόνο στο δικό μου τμήμα της έρευνας. Τα αποτελέσματα σημαντικά. Στο τελείωμα της έρευνας προσεγγίσαμε μεγάλη «ιδιωτικοποιημένη» εταιρεία
(δημοσίου μεν, αλλά λειτουργούσα υπό καθεστώς ιδιωτικής εταιρείας σύμφωνα με τα τερτίπια των εκποιήσεων-ιδιωτικοποιήσεων των ελληνικών κυβερνήσεων), η οποία ήθελε να εγκαταστήσει μονάδα παρόμοια με την δική μας στην Ελλάδα. Ζητήσαμε την βοήθειά της για την αγορά εξοπλισμού 130000 ευρώ και τους μισθούς μηχανικού, ενός χρόνου. Σε αντάλλαγμα θα της μεταφέραμε τεχνογνωσία και θα βοηθούσαμε στην εγκατάσταση της μονάδας. Η απάντησή της ήταν αποστομωτική:
«Βρίσκεστε 10 χρόνια μπροστά από την Ελληνική πραγματικότητα. Κάντε την δουλειά σας με τις εταιρείες του εξωτερικού και εμείς όταν με το καλό φτάσουμε στο επίπεδό σας θα την αγοράσουμε με το κλειδί στο χέρι από έξω». Δέκα χρόνια μετά η αγορά έχει πραγματοποιηθεί, με πολλαπλάσια φυσικά έξοδα
(δεν μπορείτε να φανταστείτε που κυμαίνεται χρηματικά η αγορά «πατέντας»), αν και δεν έχω μάθει η μονάδα να έχει συνεισφέρει ακόμα στην παραγωγή της εταιρείας
(θα το κρατούν κρυφό ίσως;).
Η μελέτη τελείωσε. Μηχανολογικός εξοπλισμός εκατομμυρίων «σαπίζει» στα υπόγεια γιατί απλά καμιά εταιρεία δεν ενδιαφέρεται να χρηματοδοτήσει την λειτουργία του. Για τις Ελληνικές είμαστε 10 χρόνια μπροστά και ικανοί να συνεργαστούμε μόνο με εταιρείες του εξωτερικού
(παρότι κατηγορούμαστε πως είμαστε έξω από την ευρωπαϊκή πραγματικότητα και πίσω στην έρευνα). Οι ευρωπαϊκές πάλι σταμάτησαν να επενδύουν. Μαθαίνω πως 2 από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της Ευρώπης που υπήρξαν συνεργάτες μου στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, ψάχνουν και αυτοί απεγνωσμένα χρηματοδότες. Όμως οι χρηματοδότες αποφάσισαν να μην αναπτυχθούν. Αποφάσισαν να μεταφέρουν τις εγκαταστάσεις στην Κίνα και εκεί να αρχίσουν σιγά-σιγά να
(ξανα)πουλάνε την γνώση τους. Έτσι θα κερδίσουν ξανά από την ήδη αποκτηθείσα τεχνογνωσία. Αργότερα βλέπουμε αν θα αναπτύξουν άλλη…
Τα τελευταία χρόνια η ΓΓΕΤ ζήτησε να κατατεθούν προτάσεις διασύνδεσης των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων με την βιομηχανία. Ευελπιστούσε έτσι να προσανατολίσει την βιομηχανία στο ερευνητικό έργο, να την μετατρέψει σε «βιομηχανία βασισμένη στην γνώση»
(knowledge based industry) και να καταφέρει να υποδείξει στους ιδιώτες την ανάγκη να είναι σε μια συνεχή συνεργασία με τους ακαδημαϊκούς φορείς της Ελλάδας. Τα αποτελέσματα ήταν τραγικά. Μεγάλο μέρος των κονδυλίων έμειναν αδιάθετα γιατί οι ιδιωτικές εταιρείες αρνούνταν να υπογράψουν συμβόλαια ερευνητικών έργων με τους ακαδημαϊκούς φορείς
(φυσικά πάλι εμείς φταίγαμε για την έλλειψη απορροφητικότητας, έπρεπε να πάρουμε το χεράκι τους να τους βοηθήσουμε στην υπογραφή φαίνεται…). Ειδικά στο πλαίσιο του περιβάλλοντος, ενώ είναι δεδομένο από τις κατά τόπους νομαρχίες πως σχεδόν το σύνολο της ελληνικής επιχειρηματικής κοινότητας δεν έχει συμμορφωθεί με τις διατάξεις προστασίας του περιβάλλοντος της ελληνικής νομοθεσίας
(το γιατί παίρνουν φυσικά άδεια λειτουργίας το αφήνω ασχολίαστο, ονομάζεται πάντως «πελατειακή σχέση»), το κονδύλι έμεινε απείραχτο! Βλέπεις προφανώς δεν υπήρχαν αρκετοί τρελοί να παραδεχθούν «δημόσια» πως η εγκατάστασή τους χρειάζεται βελτιώσεις!
Σε κάποιες περιπτώσεις βέβαια υπήρξε κάποια «ελαστικότητα» από τις εταιρείες. Κάποιες εξ αυτών δέχθηκαν να βάλουν μια υπογραφή. Μεγάλη ιδιωτική πετρελαϊκή βιομηχανία για παράδειγμα δέχθηκε να κατεβάσουμε ένα πρόγραμμα μαζί. Το πρόγραμμα απαιτούσε την μελέτη μιας διεργασίας και σε τελικό στάδιο εγκατάσταση της μονάδας στην βιομηχανία ώστε διερευνηθεί η αποδοτικότητα των φίλτρων καθαρισμού που θα αναπτύσσαμε. Μόλις ο υπεύθυνος της εταιρείας διάβασε την πρόταση με πήρε τηλέφωνο:
«Κοίταξε να δεις, εμείς συμφωνήσαμε να βάλουμε μια υπογραφή για να πάρετε τα χρήματα. Ούτε σκοπεύουμε να κάνουμε τίποτε, ούτε θα αλλάξουμε την μονάδα μας. Αντιθέτως βέβαια θέλουμε τα χρήματα του μηχανικού της εταιρείας μας που θα δηλώσουμε ότι απασχολείται στο πρόγραμμα, καθώς και τα χρήματα για τα δύο μηχανήματα που δηλώνουμε πως θα αγοράσουμε για να κάνουμε την μελέτη σκοπιμότητας/βιωσιμότητας.» (κοινώς εμείς μπαίνουμε στο πρόγραμμα για να φάμε χρήματα του ελληνικού δημοσίου, ποσώς μας ενδιαφέρει η βελτίωση της μονάδας μας ή η έρευνα για ελάττωση αερίων ρύπων). Του απήντησα φυσικά ότι αν δεν σχεδίαζα σωστά την πρόταση δεν θα περνούσε καν. Τώρα αν ήθελε να κάνει «μπαγαποντιές» μετά, μπορούσε να τις κάνει. Άλλωστε, λόγω των γνωστών
(εκ των προτέρων) πελατειακών σχέσεων, κανείς δεν θα τους έλεγε τίποτε. Σε εμάς πάλι δεν ξέρω τι θα έλεγαν…
Κάποιες άλλες πάλι «μικρότερης κλίμακας» δέχθηκαν να βάλουν υπογραφή για «ερευνητική μελέτη» που θα κάναμε για λογαριασμό τους. Τα προγράμματα αυτά απαιτούσαν σύναψη συμβολαίου του ερευνητικού φορέα με την βιομηχανία και η ΓΓΕΤ θα χρηματοδοτούσε το 70% του συμβολαίου. Έτσι ήλπιζε να μας φέρει πιο κοντά
(σαν το χρυσό ένα πράμα). Φυσικά αυτονόητο έπρεπε να είναι πως αυτοί, το 30% δεν υπήρχε περίπτωση να το έδιναν, ενώ φυσικά θα επωφελούντο από τα αποτελέσματα της έρευνας όπως όριζε το συμβόλαιο. Το πώς λοιπόν θα περνούσαμε μετά την φάση αξιολόγησης δεν τους ενδιέφερε. Ας υπερτιμολογούσαμε ορισμένα είδη για να φαίνεται ότι ξοδέψαμε περισσότερα και ότι αυτοί κάλυψαν τις υποχρεώσεις τους.
Ακόμα πιο απογοητευτική ήταν η απάντηση ενός ιδιοκτήτη ελληνικής βιομηχανίας και προέδρου εκείνη την περίοδο του συνδέσμου των αντίστοιχων ελληνικών βιομηχανιών. Σε απ’ ευθεία ερώτησή μου για χρηματοδότηση ενός σχεδόν ήδη έτοιμου αλγόριθμου σχεδιασμού προϊόντος, ο οποίος θα έμενε μετά για πλήρη εκμετάλλευση στα χέρια του, ώστε να συμμορφωθεί με τις κοινοτικές οδηγίες και να μπορεί να λειτουργήσει μετά το 2010, η απάντησή του ήταν:
«Το 2010 ή βρίσκω τρόπο να παρακάμψω την οδηγία, ή κλείνω. Μέχρι τότε δεν ξοδεύω φράγκο πάντως.». Βελτίωση; Μα μόνο το κέρδος τους ενδιαφέρει. Παρωπιδική θεοποίηση του χρήματος.
Συμπερασματικά, το ισχύων σύστημα ουδέποτε μας απέτρεψε ή μας απαγόρευσε να στραφούμε προς την βιομηχανία για χρηματοδότηση. Μας προέτρεψε και το κάναμε. Ανάμεσα σε εμάς και την βιομηχανία, αυτός που δεν συμμορφώθηκε ήταν η βιομηχανία. Αντιθέτως, σε κάθε περίπτωση, όπου μπορούσε να
«φάει χρήματα του δημοσίου», το έκανε με μεγάλη προθυμία. Επίσης, τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι ικανά για συνεργασίες μόνο με το εξωτερικό γιατί είναι
«χρόνια μπροστά» από την ελληνική πραγματικότητα.
Σήμερα κατατέθηκε το νέο νομοσχέδιο για τα πανεπιστήμια. Βασικοί λόγοι της «μεταρρύθμισης» είναι η στροφή των πανεπιστημίων προς τις εταιρείες και η αναβάθμιση της ποιότητάς τους. Αυτοί προβάλλονται και ως οι βασικοί λόγοι για τα «ιδιωτικά πανεπιστήμια». Ύστερα από την προσωπική εμπειρία που έχω εγώ τόσα χρόνια από την έρευνα και τις επιχειρήσεις της Ελλάδας συγχωρέστε με αν αδυνατώ να σας πιστέψω και αν πιστεύω πως με κοροϊδεύετε ασύστολα
(τον κόσμο που δεν έχει ιδία πείρα βασικά, όχι εμένα) μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσετε πιο εύκολα τα πελατειακά συμφέροντα όσων χρηματοδοτούν τις εκλογικές σας εκστρατείες. Πιθανότατα βέβαια όσοι επιχειρηματολογούν καθημερινά χωρίς να έχουν προσωπική πείρα από το τι συμβαίνει στα ελληνικά πανεπιστήμια, γνωρίζουν καλύτερα από εμένα
(και εμάς) τι πρέπει να γίνει. Η δική μου άποψη πάντως μετά απ’ όλα αυτά θα παραμείνει πως την πλήρη ευθύνη για την απουσία της εφαρμοσμένης έρευνας την φέρει η ασυδοσία των ιδιωτικών εταιρειών και όχι η πανεπιστημιακή κοινότητα. Αν λοιπόν νοιάζεστε αληθινά για το καλό των πανεπιστημίων, τραβήξτε το αυτί στους
«πελάτες σας» και προωθείστε μια μεταρρύθμιση του συστήματος ώστε να πάψει η θεοποίηση του χρήματος. Έτσι ίσως βρεθεί κάποτε κάποια λύση.
Να σημειωθεί πως είμαι ο πρώτος ο οποίος λέει πως
στην Ελλάδα δεν υπάρχει σωστή παιδεία και συνεπώς
πιστεύει πως η ελληνική παιδεία χρειάζεται μεταρρύθμιση.
Όχι όμως έτσι, όχι αυτού του είδους...