Πεντάς γνωστών εγκληματιών εθεάθη να τριγυρνά στην ορεινή Κορινθία. Η είδηση κυκλοφόρησε ευρέως τις τελευταίες ημέρες στα μέσα ενημέρωσης, αλλά οφείλουμε να την διαψεύσουμε πάραυτα διότι, αν και ξεκινήσαμε πέντε, στην πορεία γίναμε έξι και αν είχαμε και λίγο παραπάνω χρόνο μπορεί ο αριθμός των γνωστών αγνώστων να γινόταν ακόμα μεγαλύτερος (αν είχαν εισακουστεί οι επικλήσεις εις τον πάνα).
Τα αρχικά σχέδια ανέφεραν Τρίκαλα και Στυμφαλία και σίγουρα αν η ομάδα δεν είχε παρεκκλίνει από αυτά, το έγκλημα δε θα είχε συντελεστεί, αλλά ως γνωστών, ποτέ δεν ακολουθούμε τα σχέδια. Άλλωστε δεν φταίμε διόλου εμείς που ο φημισμένος ναός του Αγ. Δημητρίου είναι μόνιμα κλειδωμένος και ανοίγει για το κοινό μόνο σε εθνικές επετείους και εορτές. Διόρθωση, μάλλον μόνο σε εορτές (πιθανότατα μόνο του Αι-Δημητριού αλλά λέμε τώρα) διότι εθνική επέτειος ήταν ανήμερα της επισκέψεώς μας. Και δεν είδαμε και καμία παρέλαση εκεί δα μπροστά τώρα που το σκέφτομαι. Μόνο κάτι εργάτες που έχτιζαν καινούργια ενοικιαζόμενα καταλύματα (μεσούσης της παγκοσμίου χρηματοπιστωτικής κρίσεως βεβαίως-βεβαίως), Αλβανοί θα ήταν θαρρώ διότι οι έλληνες λογικά θα ήταν όλοι στην παρέλαση σε κάποια κεντρική πλατεία, την οποία όμως την κρατούσαν εντελώς κρυφή και οι εν λόγω εγκληματίες, παρότι ήθελαν εναγωνίως να τιμήσουν με την παρουσία τους στην παρέλαση τον τόπο και την μαμά πατρίδα, δεν τα κατάφεραν (από εδώ ξεκίνησε και η κατήφεια, η οποία ώθησε την ομάδα στις εγκληματικές ενέργειες που ακολούθησαν).
Αφού λοιπόν, απογοητευμένοι που δεν κατόρθωσαν να δουν τις θαυμαστές τοιχογραφίες του ναού και να τιμήσουν τα προγόνους τους συμμετέχοντας στας εντόπιας παρελάσεις, έπνιξαν τον πόνο τους σε γλυκό κυδώνι και βύσσινο (χόουμ-μέιντ εκ πεθεράς κάπελα – η οποία σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες συμμετείχε στην κρυφή παρέλαση ενδεδυμένη με γνήσιες τοπικές φορεσιές – εδώ λοιπόν μπορούμε να παρατηρήσουμε τα προεόρτια του εγκλήματος) και αφού ξεδίψασαν με ελληνικό στη χόβολη (και παχιά-παχιά σοκολάτα βιενουά για ορισμένες – υπολήψεις δε θίγουμε, μα… για όνομα… σοκολάτα βιενουά;), έκαναν λίγη κούνια (τα μωρά της παρέας) στην παιδική χαρά και καβάλησαν τις γκαμήλες κατευθυνόμενοι προς την Στυμφαλία.
Και εντάξει, τον Ηρακλή δεν περίμεναν να τον δουν (μα ούτε ένα αγαλματάκι για τον ήρω; μέγα σφάλμα μέγα…), τις όρνιθες έμαθα δεν τις βαλσάμωσαν, τη λίμνη όμως πού την πήγαν;;; Διότι φτάσαμε που φτάσαμε (και ενώ η ξανθιά χαζογκόμενα από το πιντιέι ωρυόταν αυταρχικότατα: στρίψτε δεξιά – δεξιά είπα καραγκιόζη, που πας, το προσπέρασες) στο εντελώς κεντρικότατο νεκροταφείο (!!!) του χωριού (ντιπ για ντιπ ξανθιά χαζογκόμενα, δε το συζητώ), ανακαλύψαμε πως δεν υπάρχει σταγόνα νερό (αυτό θα εννοούν στη διαφήμιση: Νερό – δεν υπάρχει αρκετό, προσέχουμε για να έχουμε, εμ οι στυμφαλιώτες δεν πρόσεχαν, πρόσεχαν; εκτός και αν τους το ήπιαν όλο οι όρνιθες εν τη απουσία του ήρου). Ψάξε από εδώ, ψάξε από εκεί, ανακαλύψαμε στο πιντιέι ένα σημείο όπου ο δρόμος εφάπτεται υδάτινου όγκου. Είπαμε λοιπόν στη χαζοξανθιά να μας οδηγήσει στο σημείο πάραυτα και ακολουθήσαμε την αυταρχική (και διόλου αισθησιακή – μα γιατί δεν βάζουν κάποια από τις γραμμές 090 τουλάχιστον; στην επιλογή πορείας πιστεύω διαφορά δε θα είχε) φωνή της. Αφιχθήκαμε ταχέως εις ένα ξύλινο παρατηρητήριο (χωρίς πάσαλο για να δέσουμε τας γκαμήλας – ούτε καν χώρο να τις μαντρώσουμε δηλαδής, στη μέση του μονοπατιού τις αφήκαμε) το οποίο παρατηρούσε με περηφάνια περισσή έναν μεγάααααλο κάμπο με μερικές συστάδες ψηλών δέντρων και άλλα οπωροφόρα. Νερό γιόκ. Λειψυδρία…
Με αυτά και με αυτά, η κατήφεια μεγάλωνε και η ομάς αποφάσισε να κατευθυνθεί εις τα λημέρια του πάνα (είναι πλέον φανερή η ηθική κατάπτωση της ομάδος – γενεσιουργός αιτία του επικείμενου εγκλήματος).
Απογευματάκι πλέον και η ομάδα επιτέλους έφτασε στη λίμνη (νεροοοό-νεροοοό αναφώνησαν – θάλαττα δε θα την έλεγες) και άφησε τις γκαμήλες να ξεδιψάσουν, ενώ περιηγήθηκε στα μονοπάτια πλάι στην ακρολιμνιά, ψάχνοντας απεγνώσμενα για δείγματα της τοπικής πανίδος και χλωρίδος. Και αφού έκρουσαν την καμπάνα στο εκκλησάκι καταμεσούσης της λίμνης, συνοδεύοντας έτσι με τας καμπανοκρουσίας έναν ύμνο προς τον πάνα και τα τοπία τριγύρω (ελπίζοντας εις παλλακίδας – ως γνήσιοι σάτυροι βεβαίως-βεβαίως), κατευθύνθηκαν σε γνωστό καπηλειό όπου και συνετέλεσαν το έγκλημα δια το οποίο και κατηγορούνται: Εξήντλησαν το τζατζίκι! (γιαορτοσκόρδιον δι όσους δεν ομιλούν άπταιστα την αργκό και έχουν πρόβλημα κατανόησης της υπόστασης του θύματος).
Ναι, ευθαρσώς δηλώνουμε στην κοινωνία ένοχοι για την εξαφάνιση του τζατζικιού από τα λημέρια του πάνα. Μάλιστα οι υποφαινόμενοι φαίνεται να μην επιδέχονται σωφρονισμού διότι είναι η δεύτερη φορά που υποπίπτουν στο συγκεκριμένο ολίσθημα. Ο κάπελας δε, με το εντελώς φλεγματικό του ύφος (της οργάνωσης κι αυτός – μη δίδετε σημασία) επανέλαβε την ίδια ακριβώς ατάκα που είχε εκστομίσει και την πρώτη φορά, σταματώντας αίφνης τη φράση του, αναρωτώμενος δια την πρωθύστερη εμπειρία της προβάλλουσας σκηνής (ελληνιστί deja-vu): «Παίδες σας ανεβάζει πολύ το κασέ το τζατζίκι!». Στη συνέχεια, συνειδητοποιώντας το οικείο της φάτσας μας (σεσημασμένοι εγκληματίες γιαορτοσκορδίου), αντέτεινε: «Κάτι πρέπει να κάνω με εσάς, την επόμενη φορά θα σας πουλάω χονδρικής».
Εδώ βέβαια πρέπει να αναφέρουμε την εξαίρετη ποιότητα των συνοδευτικών του τζατζικίου – βλέπε αγριογούρουνο κυνήγι, λουκάνικο χωριάτικο, σουτζουκάκια σμυρναίικα, τηγανιά πνιγμένη στη μαυροδάφνη, ψαρονέφρι και δε συμμαζεύεται (όλα διαίτης και με χαμηλά λιπαρά) – η οποία θεωρούμε πως πρέπει να ληφθεί ως ελαφρυντικό κατά την εξέταση της υπόθεσης από τους δικαστάς.
Αναζητώντας εξιλέωση για τα σοβαρά παραπτώματά των, η ομάς κατευθύνθηκε παραθαλασσίως, όπου, νύκτα πια, προσπάθησε να καλύψει τα ίχνη της ξεπλένοντας τα απομεινάρια στη σόδα και τον εσπρέσο.
Τα αρχικά σχέδια ανέφεραν Τρίκαλα και Στυμφαλία και σίγουρα αν η ομάδα δεν είχε παρεκκλίνει από αυτά, το έγκλημα δε θα είχε συντελεστεί, αλλά ως γνωστών, ποτέ δεν ακολουθούμε τα σχέδια. Άλλωστε δεν φταίμε διόλου εμείς που ο φημισμένος ναός του Αγ. Δημητρίου είναι μόνιμα κλειδωμένος και ανοίγει για το κοινό μόνο σε εθνικές επετείους και εορτές. Διόρθωση, μάλλον μόνο σε εορτές (πιθανότατα μόνο του Αι-Δημητριού αλλά λέμε τώρα) διότι εθνική επέτειος ήταν ανήμερα της επισκέψεώς μας. Και δεν είδαμε και καμία παρέλαση εκεί δα μπροστά τώρα που το σκέφτομαι. Μόνο κάτι εργάτες που έχτιζαν καινούργια ενοικιαζόμενα καταλύματα (μεσούσης της παγκοσμίου χρηματοπιστωτικής κρίσεως βεβαίως-βεβαίως), Αλβανοί θα ήταν θαρρώ διότι οι έλληνες λογικά θα ήταν όλοι στην παρέλαση σε κάποια κεντρική πλατεία, την οποία όμως την κρατούσαν εντελώς κρυφή και οι εν λόγω εγκληματίες, παρότι ήθελαν εναγωνίως να τιμήσουν με την παρουσία τους στην παρέλαση τον τόπο και την μαμά πατρίδα, δεν τα κατάφεραν (από εδώ ξεκίνησε και η κατήφεια, η οποία ώθησε την ομάδα στις εγκληματικές ενέργειες που ακολούθησαν).
Αφού λοιπόν, απογοητευμένοι που δεν κατόρθωσαν να δουν τις θαυμαστές τοιχογραφίες του ναού και να τιμήσουν τα προγόνους τους συμμετέχοντας στας εντόπιας παρελάσεις, έπνιξαν τον πόνο τους σε γλυκό κυδώνι και βύσσινο (χόουμ-μέιντ εκ πεθεράς κάπελα – η οποία σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες συμμετείχε στην κρυφή παρέλαση ενδεδυμένη με γνήσιες τοπικές φορεσιές – εδώ λοιπόν μπορούμε να παρατηρήσουμε τα προεόρτια του εγκλήματος) και αφού ξεδίψασαν με ελληνικό στη χόβολη (και παχιά-παχιά σοκολάτα βιενουά για ορισμένες – υπολήψεις δε θίγουμε, μα… για όνομα… σοκολάτα βιενουά;), έκαναν λίγη κούνια (τα μωρά της παρέας) στην παιδική χαρά και καβάλησαν τις γκαμήλες κατευθυνόμενοι προς την Στυμφαλία.
Και εντάξει, τον Ηρακλή δεν περίμεναν να τον δουν (μα ούτε ένα αγαλματάκι για τον ήρω; μέγα σφάλμα μέγα…), τις όρνιθες έμαθα δεν τις βαλσάμωσαν, τη λίμνη όμως πού την πήγαν;;; Διότι φτάσαμε που φτάσαμε (και ενώ η ξανθιά χαζογκόμενα από το πιντιέι ωρυόταν αυταρχικότατα: στρίψτε δεξιά – δεξιά είπα καραγκιόζη, που πας, το προσπέρασες) στο εντελώς κεντρικότατο νεκροταφείο (!!!) του χωριού (ντιπ για ντιπ ξανθιά χαζογκόμενα, δε το συζητώ), ανακαλύψαμε πως δεν υπάρχει σταγόνα νερό (αυτό θα εννοούν στη διαφήμιση: Νερό – δεν υπάρχει αρκετό, προσέχουμε για να έχουμε, εμ οι στυμφαλιώτες δεν πρόσεχαν, πρόσεχαν; εκτός και αν τους το ήπιαν όλο οι όρνιθες εν τη απουσία του ήρου). Ψάξε από εδώ, ψάξε από εκεί, ανακαλύψαμε στο πιντιέι ένα σημείο όπου ο δρόμος εφάπτεται υδάτινου όγκου. Είπαμε λοιπόν στη χαζοξανθιά να μας οδηγήσει στο σημείο πάραυτα και ακολουθήσαμε την αυταρχική (και διόλου αισθησιακή – μα γιατί δεν βάζουν κάποια από τις γραμμές 090 τουλάχιστον; στην επιλογή πορείας πιστεύω διαφορά δε θα είχε) φωνή της. Αφιχθήκαμε ταχέως εις ένα ξύλινο παρατηρητήριο (χωρίς πάσαλο για να δέσουμε τας γκαμήλας – ούτε καν χώρο να τις μαντρώσουμε δηλαδής, στη μέση του μονοπατιού τις αφήκαμε) το οποίο παρατηρούσε με περηφάνια περισσή έναν μεγάααααλο κάμπο με μερικές συστάδες ψηλών δέντρων και άλλα οπωροφόρα. Νερό γιόκ. Λειψυδρία…
Με αυτά και με αυτά, η κατήφεια μεγάλωνε και η ομάς αποφάσισε να κατευθυνθεί εις τα λημέρια του πάνα (είναι πλέον φανερή η ηθική κατάπτωση της ομάδος – γενεσιουργός αιτία του επικείμενου εγκλήματος).
Απογευματάκι πλέον και η ομάδα επιτέλους έφτασε στη λίμνη (νεροοοό-νεροοοό αναφώνησαν – θάλαττα δε θα την έλεγες) και άφησε τις γκαμήλες να ξεδιψάσουν, ενώ περιηγήθηκε στα μονοπάτια πλάι στην ακρολιμνιά, ψάχνοντας απεγνώσμενα για δείγματα της τοπικής πανίδος και χλωρίδος. Και αφού έκρουσαν την καμπάνα στο εκκλησάκι καταμεσούσης της λίμνης, συνοδεύοντας έτσι με τας καμπανοκρουσίας έναν ύμνο προς τον πάνα και τα τοπία τριγύρω (ελπίζοντας εις παλλακίδας – ως γνήσιοι σάτυροι βεβαίως-βεβαίως), κατευθύνθηκαν σε γνωστό καπηλειό όπου και συνετέλεσαν το έγκλημα δια το οποίο και κατηγορούνται: Εξήντλησαν το τζατζίκι! (γιαορτοσκόρδιον δι όσους δεν ομιλούν άπταιστα την αργκό και έχουν πρόβλημα κατανόησης της υπόστασης του θύματος).
Ναι, ευθαρσώς δηλώνουμε στην κοινωνία ένοχοι για την εξαφάνιση του τζατζικιού από τα λημέρια του πάνα. Μάλιστα οι υποφαινόμενοι φαίνεται να μην επιδέχονται σωφρονισμού διότι είναι η δεύτερη φορά που υποπίπτουν στο συγκεκριμένο ολίσθημα. Ο κάπελας δε, με το εντελώς φλεγματικό του ύφος (της οργάνωσης κι αυτός – μη δίδετε σημασία) επανέλαβε την ίδια ακριβώς ατάκα που είχε εκστομίσει και την πρώτη φορά, σταματώντας αίφνης τη φράση του, αναρωτώμενος δια την πρωθύστερη εμπειρία της προβάλλουσας σκηνής (ελληνιστί deja-vu): «Παίδες σας ανεβάζει πολύ το κασέ το τζατζίκι!». Στη συνέχεια, συνειδητοποιώντας το οικείο της φάτσας μας (σεσημασμένοι εγκληματίες γιαορτοσκορδίου), αντέτεινε: «Κάτι πρέπει να κάνω με εσάς, την επόμενη φορά θα σας πουλάω χονδρικής».
Εδώ βέβαια πρέπει να αναφέρουμε την εξαίρετη ποιότητα των συνοδευτικών του τζατζικίου – βλέπε αγριογούρουνο κυνήγι, λουκάνικο χωριάτικο, σουτζουκάκια σμυρναίικα, τηγανιά πνιγμένη στη μαυροδάφνη, ψαρονέφρι και δε συμμαζεύεται (όλα διαίτης και με χαμηλά λιπαρά) – η οποία θεωρούμε πως πρέπει να ληφθεί ως ελαφρυντικό κατά την εξέταση της υπόθεσης από τους δικαστάς.
Αναζητώντας εξιλέωση για τα σοβαρά παραπτώματά των, η ομάς κατευθύνθηκε παραθαλασσίως, όπου, νύκτα πια, προσπάθησε να καλύψει τα ίχνη της ξεπλένοντας τα απομεινάρια στη σόδα και τον εσπρέσο.
[Τι πίνω;]