Ξυπνάς ωραία και καλά
(χάλια) μαστουρωμένος από τον ύπνο
(σου λέω, τον τελευταίο καιρό ειδικά ο «ύπνος» έχει πάρει «άλλη διάσταση», όχι την κλασική αϋπνία που σε ταλανίζει επί πάμπολλα συναπτά έτη) και προσπαθείς ν’ ανοίξεις μάτι
(και τα δύο μαζί είναι δύσκολο – ένα τη φορά) αναρωτώμενος γιατί αισθάνεσαι σε μόνιμη βάση ένα κινούμενο ράκος. Μετά το κλασικό πρωινό ντουζάκι, την φρεσκοστυμμένη πορτοκαλάδα και τον διπλό βαρύ και όχι μερακλίδικο ελληνικό, και αφού έχεις καταβροχθίσει με βουλιμία το τελευταίο κομμάτι πανετόνε, άρτι αφιχθέν από το παλαιότερο ζαχαροπλαστείο του Μιλάνου, αποφασίζεις να επιδοθείς στο τελευταίο ρετουσάρισμα του πέμπτου κομματιού του τρίτου κεφαλαίου της νταρδιριάδας, αλλά κάνεις το λάθος να περάσεις απ’ το μαγαζί του
εκδότη σου.
Ο οποίος, ενώ σου γκρινιάζει ανελλιπώς, καθημερινώς
(ωριαίος θα έλεγα) και αδιαλείπτως για την καθυστέρηση του συγγράμματος, κρίνει σκόπιμο να σου
καταναλώσει 27 ολόκληρα λεπτά από το ούτως ή άλλως κουτσουρεμένο πλέον πρωινό σου
(δεν υπάρχει θεός λέμε). Αφού πέρασες βεβαίως από εκεί, ρίχνεις και μια ματιά στις υπόλοιπες βιτρίνες του ρίντερ, για να ενημερωθείς περί των λοιπών συνδαιτυμόνων
(σιγά και μην έδειχνες χαρακτήρα λέγω) και καταλήγεις φυσικά στην κλασική σκέψη:
«Ω ρε ‘συ, αυτουνού του υπόσχομαι όλη τη βδομάδα για καφέ και όλο κάτι μου τυχαίνει και τον γράφω ασύστολα» και σηκώνεις φυσικά το ακουστικό να επανορθώσεις το σφάλμα σου. Όχι ότι προφταίνεις, διότι καθώς πας να ανοίξεις τη γραμμή για να πληκτρολογήσεις το νούμερο, ακούς το χαρακτηριστικό κουδούνισμα, που σου θυμίζει τόσο πολύ εκείνο το επιτακτικό «γράφε», και φυσικά, με το που βάζεις το ακουστικό στο αυτί σου, ακούς το «γράφε» λάιβ και σε υψηλά ντεσιμπέλ.
Το αποτέλεσμα βέβαια ήταν να πάρεις καί τον φίλο, και ενώ είχες όοοολη την καλή διάθεση να ετοιμάσεις το
C3.V5 και να το βάλεις στο φούρνο για να το γευθούν δημοσίως λίαν συντόμως
(σαν να λέμε ψωμί με φρέσκους καρπούς και σταφίδες απ’ του Ντόνοβαν), και φυσικά να ξεκινήσεις και το
V6 ώστε να γλυτώσεις λίγες φωνές μιας και εκτός των φίλων σιγά-σιγά συνειδητοποιείς πως έχεις παραμελήσει περίπου είκοσι νέα άρθρα, μια βιβλιογραφική αναζήτηση περί κατακράτησης ιόντων βαρέων μετάλλων σε στήλες ιοντοανταλλαγής στα τελευταία είκοσι χρόνια
(μπρρρρρρ χρειάζεσαι επειγόντως ένα φιντανάκι πιστεύω – κάποιο που να μην έχει τη διάθεση να του κάνεις εσύ τη δουλειά, από αυτά έχεις δύο!) και, κερασάκι στην τούρτα, ένα συμβόλαιο με το υπουργείο ανάπτυξης της Συρίας και θα έπρεπε κανονικά να επιληφθείς εν τάχει επί των θεμάτων τοιούτων, ενώ αναγκαστικά θα χάνεις πάλι δύο μέρες τη βδομάδα στο φιντανοτροφείο
(ρε μπαγάσα βάλε και καμιά τελεία), να βρεθείς τελικά για καφέ και φυσικά επειδή παρασύρεσαι εύκολα να συνεχίσεις με φαγητό και να καταλήξεις πίσω στο σπίτι σου μετά τη δύση του ηλίου
(μα από τις έξι να δύει ο ήλιος το χειμώνα – αυτό είναι σκάνδαλο) και φυσικά με ένα κεφάλι καζάνι που αδυνατεί για μία ακόμη φορά να συγκεντρωθεί σε συγγραφή ή ανάγνωση κειμένου.
(Τελεία, έβαλες τελεία! Θα σου ξέφυγε πιστεύω…)Το «καζάνι» φυσικά ουδεμία σχέση έχει με όλα αυτά μιας και περιορίστηκες μόνο σε μία (1)
{ΟΥΑΟΥ} μπύρα, αλλά έχει να κάνει με το γεγονός πως αισθάνεσαι μόνιμα πτώμα και με μάτια να καίνε
(ρε μπας και παίρνεις ναρκωτικά στον ύπνο σου;) και εν γένει δυσκολεύεσαι να τ’ ανοίξεις το πρωί. Σημασία πάντως έχει πως επιστρέφοντας είπες να κλείσεις για πέντε
(ολόχληρα) λεπτά τα μάτια σου στον καναπέ και τελικά να σηκωθείς μετά από μία ώρα και να θυμηθείς πως έχεις καί έναν νεροχύτη με άπλυτα από το προχτεσινό τσιμπουσάκι που προηγήθηκε του αγώνα τρίβιαλ παύλα ντελούξ παύλα δε νεξτ τζενερέισιον με τρία επίπεδα δυσκολίας
(στο οποίο οφείλουμε να καταγγείλουμε πως έχει λάθος στις ερωτήσεις ή τις απαντήσεις, ή δεν ξέρει τι ρωτάει, γιατί αυτό το αποτέλεσμα του φι τετράγωνο μείον φι μόνο αυτός που το έγραψε πιθανότατα ξέρει γιατί είναι η μονάδα – εντάξει, δικό σου το λάθος όταν είπες πως η γενική θεωρία της σχετικότητας αποκαθιστά το ισοζύγιο υλοενέργειας, η ειδική φταίει για όλα, αλλά μετά από μερικά ποτήρια κρασί τα μπερδεύεις αυτά τα πράματα…)Και μετά από όλα αυτά ανοίγεις το λαπτόπι ενώ κρύβεσαι πίσω από την παλάμη σου γιατί είσαι σίγουρος πως με κάποιο μαγικό τρόπο ξαφνικά θα αρχίσει να ωρύεται
«γράφε, γράφε» ενώ το μήνυμα θα αναβοσβήνει με πολύχρωμα έντονα σαρανταδυάρια γράμματα σε όλη την οθόνη του.
Ε ορίστε, έγραψα. Εντάξει; Ας μη με παρασέρνατε.