Κάθε πρωί ο γιός ανέβαινε το δρόμο, καλημέριζε τους γειτόνους, έπαιρνε καφεδάκι και άνοιγε το μαγαζί. Μέσα σε μερικούς μήνες είχε γίνει αγαπητός απ’ όλους όσους συναντούσε. Πρόσχαρος σαν τον πατέρα του.
Ένα πρωί ξεκίνησε να φτιάχνει τη σκαλωσιά για ένα υπόστεγο, έξω από το κατάστημα. Ένα γυμνό καλώδιο, μια απροσεξία, γύρω η μεταλλική κατασκευή και το κακό δεν άργησε να συμβεί. Κι όλα αυτά έγιναν για να μην συμβεί κακό με τ’ αυτοκίνητα.
Θα ξαναχαμογελάσει άραγε η τραγική οικογένεια; Θα ξαναμαζευτεί γύρω απ’ το τραπέζι, χαρούμενη και ευχάριστη όπως τότε; Τότε, την καθαρή Δευτέρα, που αναπάντεχα συναντηθήκατε και περάσατε όλη μέρα πίνοντας κρασί και γελώντας; Κι αν ναι, πότε; Μετά πόσο καιρό; Σίγουρα τίποτε πια δεν θά ‘ναι ίδιο.
Επιστροφή στο Ιόνιο, νωρίτερα απ’ το προγραμματισμένο…
Και η βάρκα με τον οβολό και τον αμίλητο βαρκάρη, ταξιδεύει από την μια όχθη του ποταμού στην άλλη για μια ακόμα φορά... Κουράγιο...
ΑπάντησηΔιαγραφήτι να πω, η θεά τύχη ήταν πάντα τυφλή, διάολε. Κι ο διάολος διάλεγε πάντα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤίποτα δεν είναι πια το ίδιο, δυστυχώς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν υπάρχει και άλλο παιδί, όταν χαρίσει εγγόνι... τότε θα ξαναεμφανιστούν κάποια χαμόγελα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ δυστυχία πάντως πήρε την κεντρική και μόνιμη θέση στο τραπέζι τους.
Λυπάμαι.