Ξεκίνησε λοιπόν σαν άλλος ένας χαρακτήρας για κάποιες περιπέτειες του Shadus. Γενικά είχα την διάθεση να δημιουργώ περίεργους χαρακτήρες
«oddities are expected to… be odd» για να παρατηρώ την ικανότητα προσαρμογής του
«σεναριογράφου». Τον ρόλο του
«άρχοντα του παιγνιδιού» τον κρατούσα συνήθως εγώ, μιας και είχα μυήσει την παρέα εκείνη στο θέμα και τους άρεσαν τα σενάριά μου. Όταν αυξήθηκε ο φόρτος εργασίας μου όμως δεν είχα πλέον τη δυνατότητα να απασχολούμαι κανά εξάωρο τη φορά στη δημιουργία του επόμενου επεισοδίου
(αν βάλεις και άλλο ένα δωδεκάωρο την εκτέλεση – μπάστα δεν έμενε χρόνος να γκομενίσω :p) και παραιτήθηκα του ρόλου. Μια στο τόσο ακλουθούσα λοιπόν στις περιπέτειες των άλλων, ψάχνοντας να δω την προσαρμοστικότητα και την αληθοφάνεια των αντιδράσεων των φανταστικών κόσμων του Shadus. Ένα από τα τελευταία γεννήματά μου – το τελευταίο μάλλον – ήμουν… εγώ :)
Έτσι το
πρώτο επεισόδιο στην ουσία δημιουργήθηκε κάπου το ‘97 αν δεν κάνω λάθος. Μπορεί και το ’96. Αποτελούσε την
«προιστορία» του χαρακτήρα με τον οποίο προσπάθησα να ταλανίσω τον καημένο τον σεναριογράφο
(άνιση μάχη, υπερείχα κατά πολύ σε εμπειρία), αλλά στην πορεία αποφάσισα να μην γίνω
«όσο κακός με έπαιρνε», γιατί, δεδομένης της κατάστασης, τα πήγαινε πολύ καλά. Τί θυμήθηκα τώρα ε; Δώδεκα χρόνια πίσω είν’ αυτά δεν είναι παίξε γέλασε. Η ιδέα να καταγράψω κάποιες δικές μου σκέψεις για τον κόσμο και να τις κάνω περιπέτεια υπήρχε πάντα, απλά δεν ευδοκίμησε μιας και δεν είχα το χρόνο να την δημιουργήσω. Έτσι μετατράπηκε σε ιδέα για «μυθιστόρημα», χωρίς δεδομένη την διάθεση να το γράψω ή να το ολοκληρώσω. Ο χαρακτήρας ποτέ δεν ταλάνισε τον νέο
«άρχοντα» για πάνω από δύο περιπέτειες και μπήκε στο συρτάρι, αλλά το
νικ – εγώ – είχε γεννηθεί. Ο καμηλιέρης με το παράξενο όνομα είπαν χρόνια μετά.
«Oddities are intriguing». Και η προϊστορία του χαρακτήρα, η αύρα του, για κάποιο λόγο
«μου μιλούσε» βαθειά στην ψυχή. Στην πορεία, έχοντας ένα εντελώς θολό τοπίο στο νου, απλά ακολούθησα μερικά δειλά βήματα, αναφερόμενα σε όσα θα
«ήθελα να κάνω» χωρίς να λαμβάνω υπ’ όψη την αλληλεπίδραση με τον κόσμο. Η άφιξη στο δάσος ήταν ο πόθος. Η γενεσιουργός αιτία που παρότι επιλογή της καρδιάς σε σπρώχνει σε έναν κυκεώνα αλληλουχίας γεγονότων γεννημένων μέσα από τις πράξεις των υπόλοιπων. Και τελικά σε παρασέρνει. Το δάσος περιείχε τις ιδέες του παρελθόντος και ξαφνικά, έχοντας στο μυαλό την παρότρυνση του Shadow που
«έμεινε να περιμένει το επόμενο επεισόδιο με το πουλί στο χέρι», ένας καταιγισμός από ιδέες με πλημύρισε. Να εκεί δα στο δροσερό μπαλκόνι του θερινού σπιτιού, πάνω από τον απογευματινό καφέ. Ή ήταν την ώρα που έκανα σέρφινγκ; Ή μήπως το βράδυ που έκανα βόλτα; Τώρα πλέον υπάρχει μια αλληλουχία και δυνάμεις με στόχους – και χαρακτήρες, μπόλικοι, δημιούργησα και έπαιξα πολλούς απ’ αυτούς, ακόμα περισσότερους ως άρχων του μπουντρουμιού – οι οποίες φυσικά δεν έχουν ακόμα συγκρουσθεί, δημιουργούν τη δυναμική τους και ετοιμάζονται να πάρουν σάρκα και οστά, χωρίς να έχουν προδιαγεγραμμένο μέλλον. Γιατί το παρόν δημιουργείται αυθόρμητα την ώρα που τα δάκτυλα αγγίζουν τα πλήκτρα, το μέλλον εξαρτάται άμεσα από αυτό.
Όπως και όταν ξεκίνησα, δεν ξέρω ούτε αν θα βρω το χρόνο, ή το κουράγιο να ολοκληρώσω το πόνημα. Ακόμα περισσότερο δεν γνωρίζω αν το τέλος θα αποτελέσει
«an interesting and wondrous fairytail, any bard would be proud to sing». Το μόνο σίγουρο είναι πως όσο το πάθος με διακατέχει και ο χρόνος δεν στέκεται αντίπαλός, θα προσπαθώ να δίνω στο shadow κάτι να διαβάζει για να μην πιάνεται από την αναμονή. Και όλα αυτά, μέσα από αναμνήσεις για όσα συνέβησαν και γέμισαν με ενδιαφέρον, παρεΐστικη διάθεση – δημιουργώντας φιλίες – και ομορφιά όσα έζησα πριν από καμιά δεκαπενταετία. Γιατί μέσα από αυτά, γύρισα εκεί. Στη γιάφκα της Ζαμπελίου, με τον σκεπτόμενο Shadus, τον αυθόρμητο Altair, την προστατευτική Vulpeculae και τον γκαφατζή
(my middle name is Bane) Faith, να προσπαθούν να μαντέψουν τι προετοιμάζω για μετά και να απολαμβάνουν την ιστορία που τους προόριζα να ζήσουν, αλλά δυστυχώς ποτέ δεν ολοκλήρωσα. Κάπου εκεί στο πλάι ο καρντάσης, ο ζωγράφος
παπαTempus, ο Luxus, και ο βάρδος μας να τραγουδούν καθισμένοι στο τραπέζι της σκοτεινής ταβέρνας:
«Σου ‘παν θα παίξεις RPG, θα μπεις στην πρώτη τη γραμμή, θα μπεις στην πρώτη τη γραμμή, καί βάρβαρος θα γίνεις….»